Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
μιαιβαδία: ἡ, (μιαίνω, βάδος) παράνομον βάδισμα, παράνομος περίπατος, Καισάριος 992.
μιαιβαδία, (Α)
1. παράνομο βάδισμα
2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -βαδία (< βάδος «οδός»)].