μινυός

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 188] = μινύς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μινυός: -όν, = μινύς, μικρός, Εὐστ. 618, 23.

Greek Monolingual

μινυός (Μ)
(κατά τον Ευστ.) μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)].