μονιά

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

η
1. φωλιά άγριων ζώων («στα απόκρημνα βουνά υπάρχουν μονιές αλεπούδων και λύκων»)
2. (κατ' επέκτ.) τόπος διαμονής, κατοικία («που 'ναι για θεούς αξιότερη μονιά». Βάρν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μονία < μόνος.