μονομαχία
Full diacritics: μονομᾰχία | Medium diacritics: μονομαχία | Low diacritics: μονομαχία | Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ |
Transliteration A: monomachía | Transliteration B: monomachia | Transliteration C: monomachia | Beta Code: monomaxi/a |
Contents
English (LSJ)
Ion. μουνομᾰχίη, ἡ,
A single combat, Hdt.5.1,8,6.92; ἡ μ., name for part of Il.3, Arist.Fr.149. II gladiatorial show, Plb.31.28.5 (pl.), OGI529.15 (pl., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, ion. μουνομαχιη, Einzelkampf, Zweikampf, Her. 5, 1. 6, 92 u. Sp., wie Pol. 31, 4, 1. 32, 14, 5; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχία: Ἰων. μουνομαχίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ μάχη καθ’ ἣν μάχεταί τις μόνος πρὸς μόνον, Ἡρόδ. 5. 1 καὶ 8., 6. 92, Πολύβ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat singulier.
Étymologie: μονομάχος.
Greek Monolingual
(ΑΜ μονομαχία, Α ιων. τ. μουνομαχίη) μονομάχος
μάχη μεταξύ δύο αντιπάλων ατόμων ή ομάδων («η μονομαχία του Έκτορα και του Αχιλλέα»)
νεοελλ.
1. αναμέτρηση, ανταγωνισμός
2. συναγωνισμός, άμιλλα
3. ένοπλη αναμέτρηση δύο ατόμων παρουσία μαρτύρων, μετά από κοινή συναίνεση για επίλυση διαφοράς τους
αρχ.
1. επίδειξη μονομάχων («ἐπιτελεσθέντων δὲ τῶν ἀγώνων καὶ μονομαχιῶν», Πολύβ.)
2. ο τίτλος της Γ ραψωδίας της Ιλιάδας.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
μονομᾰχία: Ιων. μουνομαχίη, ἡ, μάχη ενός μόνου, εναντίον ενός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχία: ион. μουνομᾰχίη ἡ единоборство Her., Polyb., Plut.