μονοσίδηρος

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

German (Pape)

[Seite 205] aus bloßem Eisen, nur Conj., Ar. Equ. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσίδηρος: [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. μονόξυλος.

Greek Monolingual

μονοσίδηρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος μόνο από σίδηρο, εξ ολοκλήρου σιδερένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σίδηρος.