μονότομος

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

-η, -ο
(για βιβλίο) αυτό που αποτελείται από έναν τόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Στ. Κομμητά].