μορμορωπός
English (LSJ)
μορμορωπόν, hideous to behold, Ar.Ra.925; v. μορμυρωπός.
German (Pape)
[Seite 207] schrecklich von Aussehen, Ar. Ran. 923; bei Suid. μορμ υρωπός.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μορμορωπός: досл. страшный на вид, перен. наводящий ужас (ῥήματα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μορμορωπός: -όν, ὁ φοβερὸς τὴν ὄψιν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 925 - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τὴν λέξιν μόρμορος, ὁ, = φόβος.
Greek Monolingual
μορμορωπός, -όν (Α)
φοβερός ως προς την όψη, άγριος, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμορος + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. αγριωπός].
Greek Monotonic
μορμορωπός: -όν (μορμώ, ὤψ), φοβερός στην όψη, αποκρουστικός, σε Αριστοφ.