μουσοποιός
Contents
English (LSJ)
όν, A making poetry, poet, of Hipponax, Theoc.Ep.19, cf. E.Tr.1189; poetess, of Sappho, Hdt.2.135. II singing or playing, μ. μέριμνα E.Hipp.1428.
German (Pape)
[Seite 211] Gedichte machend, dichtend, Eur. Troad. 1189; μέριμνα, Hipp. 1428; Σαπφώ, Her. 2, 135; Theocrit. ep. 19 (IX, 598).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοποιός: -όν, μουσουργός, ποιητής, ἐπὶ τοῦ Ἱππώνακτος, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1189· ποιήτρια, ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Ἡρόδ. 2. 135. ΙΙ. ὁ μουσοποιῶν, μ. μέριμνα Εὐρ. Ἱππ. 1428.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui chante en vers ; ὁ, ἡ μουσοποιός poète, poétesse, particul. poète lyrique.
Étymologie: μοῦσα, ποιέω.
Greek Monolingual
μουσοποιός, -όν (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοποιός
μελοποιός, λυρικός ποιητής
2. αυτός που υμνεί με την ποίηση.
Greek Monotonic
μουσοποιός: -όν (ποιέω),·
I. αυτός που δημιουργεί, γράφει ποίηση, ποιητής, ποιήτρια, σε Ηρόδ.
II. τραγουδώ ή παίζω μουσική, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μουσοποιός: II ὁ и ἡ поэт (преимущ. лирический) Her., Theocr., Eur.
творящий песни, изливающийся в песнях (μέριμνα Eur.).
Middle Liddell
μουσο-ποιός, όν ποιέω
I. making poetry, a poet, poetess, Hdt.
II. singing or playing, Eur.
English (Woodhouse)
μουσοποιός = poet