Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και μπανκαδόρος, ο(στη χαρτοπαιξία) αυτός που κάνει ή έχει τη μπάγκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάγκα / μπάνκα + κατάλ. -δόρος (πρβλ. κολπα-δόρος, τρακα-δόρος)]·