Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι)
στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός
νεοελλ.
1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι
2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğaz].