μπογιατίζω

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

και μπογιαντίζω
1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα
2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. του boyamak].