μυιοσόβη
Full diacritics: μυιοσόβη | Medium diacritics: μυιοσόβη | Low diacritics: μυιοσόβη | Capitals: ΜΥΙΟΣΟΒΗ |
Transliteration A: myiosóbē | Transliteration B: muiosobē | Transliteration C: myiosovi | Beta Code: muioso/bh |
Contents
English (LSJ)
ἡ,
A flyflap, Men.503, Anaxipp.7, Ael.NA15.14, cf. Poll.10.94; of a long beard, AP11.156 (Ammian.):—also μυοσόβη (q.v.).
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, Fliegenscheuche, Fliegenwedel; Ael. H. A. 15, 14; Anaxipp. bei Poll. 10, 94; Men. bei Ath. XI, 484 c; vgl. Mein. Men. p. 175; bei Ammian. 21 (XI, 156) komisch für einen langen Bart.
Greek (Liddell-Scott)
μυιοσόβη: ἡ, «μυιαστῆρι», Μένανδ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 1, Αἰλ. π. Ζ. 15. 14, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 94· - ἐπὶ μακροῦ πώγωνος, Ἀνθ. Π. 11. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chasse-mouches, moustiquaire.
Étymologie: μυῖα, σοβέω.
Greek Monolingual
η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη)
δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι
αρχ.
μτφ. μακριά γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
μυιοσόβη: ἡ (σοβέω), μυγοσκοτώστρα, αντικείμενο που αποδιώχνει τις μύγες, λέγεται για μακρύ μούσι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μυιοσόβη: ἡ
1) опахало от мух Men.;
2) шутл. борода веером Anth.