μυριόκρανος
From LSJ
English (LSJ)
μυριόκρανον, many-headed, κύων E.HF419 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 219] mit zehntausend Köpfen, vielköpfig, κύων, Kerberus, Eur. Herc. Fur. 419.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses têtes.
Étymologie: μυρίοι, *κρᾶνον (v. κρανίον).
Russian (Dvoretsky)
μῡριόκρᾱνος: с множеством голов, многоглавый (κύων, sc. Κέρβερος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων μυρίας κεφαλάς, κύνα Λέρνας Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 419.
Greek Monolingual
μυριόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα κεφάλια, μυριοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον), πρβλ. ορθό-κρανος, τρί-κρανος].
Greek Monotonic
μῡριόκρᾱνος: -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
μῡριό-κρᾱνος, ον
many-headed, Eur.