μωαμεθανός
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ή
ο οπαδός της θρησκείας του Μωάμεθ, ο μουσουλμάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mohammedan < όν. του Μuhammad, Μahammed «Μωάμεθ». Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Κων. Οικονόμο).