μόθων

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόθων Medium diacritics: μόθων Low diacritics: μόθων Capitals: ΜΟΘΩΝ
Transliteration A: móthōn Transliteration B: mothōn Transliteration C: mothon Beta Code: mo/qwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, at Sparta,
A children of Helots, brought up as foster-brothers of the young Spartans, Sch.Ar.Pl.279; expld. as τὸν οἰκογενῆ δοῦλον, EM590.14; cf. μόθαξ.
2 in Att., presumptuous, impudent fellow, Ar.Pl.279; invoked as the god of impudence, Id.Eq. 635.
II a licentious dance, E.Ba.1060 (dub. cj.), Ar.Eq.697, cf. Sch.Ar.Pl.279; φορτικὸν ὄρχημα καὶ ναυτικόν Poll.4.101.
2 a tune for the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 197] ωνος, ὁ, u. μόθαξ, ακος, bei den Lacedämoniern ein Sohn der Bürger aus den lakonischen Landstädten, die zwar keine Spartiaten waren, aber an der öffentlichen Erziehung derselben Teil nahmen u. das spartanische Bürgerrecht erlangen konnten. Bei Ath. VI, 271 f εἰσὶν οὖν οἱ μόθακες ἐλεύθεροι μέν, οὐ μὴν Λακεδαιμόνιοι, μετέχουσι δὲ τῆς παιδείας πάσης; Hesych. erklärt μόθωνας τοὺς παρατρεφομένους παιδίσκους; Schol. Ar. a. a. O. τοὺς παρεπομένους τοῖς ἐλευθέροις; vgl. Ael. V. H. 12, 43; Plut. Cleom. 8. S. Müller Dor. 3, 3, 5. Bei Ar. Plut. 279, διαῤῥαγείης, ὡς μόθων εἶ καὶ φύσει κόβαλος, u. Equ. 633, neben βερέσχεθοι u. κόβαλοι, ein Schimpfwort eines ausgelassenen, frechen Menschen, davon hergenommen, daß die im Hause geborenen Sklaven so hießen, die für frecher u. muthwilliger galten als die gekauften. – Ar. Equ. 694, ἀπεποδάρισα μόθωνα, ist ein plumper, unanständiger, lakonischer Tanz gemeint, wie Poll. 4, 101 φορτικὸν ὄρχημα καὶ ναυτικόν erkl.; Ath. XIV, 616 c fährt ihn als αὐλήσεως γένος auf.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
esclave né dans la maison ; familier, hardi, effronté.
Étymologie: DELG apparenté à μόθος.

Russian (Dvoretsky)

μόθων: ωνος ὁ
1 мотон, воспитанный в хозяйском доме раб Plut.;
2 наглец, нахал Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μόθων: -ωνος, (ὡσαύτως μόθαξ, ὃ ἴδε), ὁ: ἐν Λακεδαίμονι οἱ μόθωνες καὶ μόθακες φαίνεται ὅτι ἦσαν τέκνα Εἱλώτων ἀνατρεφόμενα μετὰ τῶν νέων Σπαρτιατῶν καὶ ἀπελευθερούμενα κατόπιν ἀλλ’ ἄνευ πλήρων πολιτικῶν δικαιωμάτων (ἐνῷ οἱ τρόφιμοι ἦσαν υἱοὶ πτωχῶν ἐλευθέρων ἀνατρεφόμενοι κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον), Müller. Dor. 3. 3. § 5. Ἕτεροι ταυτίζουσι τοὺς μόθωνας καὶ τροφίμους, ἴδε Φύλαρχ. (44) παρ’ Ἀθην. 271Ε, ἐν παραβολῇ πρὸς Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9. -Ἐπειδὴ δὲ οἱ τοιαύτης περιποιήσεως τυγχάνοντες Εἵλωτες ἦτο ἑπόμενον νὰ ῥέπωσιν εἰς ἔπαρσιν καὶ αὐθαιρεσίαν, διὰ τοῦτο ἡ λέξις, 2) μόθων παρ’ Ἀττ. σημαίνει ἄνθρωπον αὐθάδη καὶ ἀναίσχυντον, Ἀριστοφ. Πλ. 279· ὑπάρχει δὲ καὶ ἐπίκλησις αὐτοῦ ὡς θεοῦ τῆς ἀναιδείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 635. ΙΙ. ὡσαύτως καὶ ἀκόλαστός τις ὄρχησις, Εὐρ. Βάκχ. 1060, Ἀριστοφ. Ἱππ. 697, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 279, Müller Dor. 3. 3. § 3. 2) μέλος τι πρὸς αὐλόν, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C.

Greek Monolingual

μόθων, -ωνος, ὁ (Α)
1. παιδί που προέρχονταν από είλωτες γονείς στη Σπάρτη ή νόθο από Σπαρτιάτη και μητέρα δούλα, το οποίο ανατρέφονταν μαζί με τους νέους Σπαρτιάτες και κατόπιν απελευθερωνόταν χωρίς να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα
2. άνθρωπος ακόλαστος, αναίσχυντος και κακοήθης
3. πονηρός δαίμονας, προστάτης της αναισχυντίας και της ακολασίας
4. είδος άσεμνου χορού
5. είδος μουσικής που παιζόταν με αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «ταραχή πολέμου, θόρυβος»·+ επίθημα -ων (πρβλ. μάλθων). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.

Greek Monotonic

μόθων: -ωνος, ὁ,
I. στη Λακεδαίμονα, το παιδί ενός είλωτα που ανατρεφόταν ως θετός αδελφός ενός νεαρού Σπαρτιάτη· καθώς τέτοιοι νεαροί είλωτες πιθ. είχαν αλαζονική συμπεριφορά, το μόθωνκατέληξε να σημαίνει αναιδής τύπος, σε Αριστοφ.
II. αναίσχυντος, λάγνος χορός, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

μόθων, ωνος,
I. at Lacedaemon, the child of an Helot, brought up as foster-brother of a young Spartan:— since such young Helots were likely to presume, μόθων came to mean an impudent fellow, Ar.
II. a rude, licentious dance, Eur., Ar.