μόλυνσις
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A defilement, pollution, LXX Je.51(44).4, Sch.Il.11.709, Sch.Iamb.Comm.Math.p.101 F.
II v. μώλυσις.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, Besudelung, Befleckung, Sp., wie Schol. Il. 11, 749. – S. μώλυσις.
Greek (Liddell-Scott)
μόλυνσις: ἡ, λέρωμα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 749. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ ὀλίγον μόνον ἡψημένου κρέατος, ἀντίθετ. τῷ ἕψησις, «μισομαγείρευμα», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 22, π. Ζ. Γεν. 4. 7, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 6 (ἄνευ διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 1, 5., 4. 2, 1., 4. 3, 16 ὁ Bekk γράφει μώλυσις (μετὰ διαφ. γραφ, μόλυνσις)· πρβλ. μολύνω ΙΙ.
Russian (Dvoretsky)
μόλυνσις: εως ἡ обмазывание грязью, пачканье Arst.