μύειος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύειος Medium diacritics: μύειος Low diacritics: μύειος Capitals: ΜΥΕΙΟΣ
Transliteration A: mýeios Transliteration B: myeios Transliteration C: myeios Beta Code: mu/eios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (μῦς) of, belonging to mice, An.Ox.2.286.

German (Pape)

[Seite 213] von Mäusen (?).

Greek (Liddell-Scott)

μύειος: -ον, (μῦς) ὁ ἀνῆκων εἰς τοὺς μῦς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 286.

Greek Monolingual

μύειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. -ειος
(πρβλ. τύμβειος)].