Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ου (τό) :τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον Hsch.Étymologie: DELG cf. μυχός, μόσχος².
μύσχον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον και γυναικεῑον μόριον».[ΕΤΥΜΟΛ. < μύχ-σκον (πρβλ. μυχός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με μόσχος (ΙΙ) «είδος ζώου»].