Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύω

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύω Medium diacritics: μύω Low diacritics: μύω Capitals: ΜΥΩ
Transliteration A: mýō Transliteration B: myō Transliteration C: myo Beta Code: mu/w

English (LSJ)

fut. μύσω [ῠ] Lyc.988: aor. ἔμυσα, Ep. 3pl. μύσαν: pf. μέμῡκα: [ῡ in pres., Call.Dian.95, Nic.Fr.74.56: ῠ in aor., Il.24.637, S.Ant. 421, E.Med.1183, exc. in later writers, as AP7.630 (Antiphil.), 9.558 (Eryc.): ῡ in pf., Il.24.420, App.Anth.4.39 (Leon.) ]:
I intr., close, be shut, of the eyes, οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν Il.24.637; ἐκ μύσαντος ὄμματος from closed eye, E.l.c.; of the mouth or any opening, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ συναυαινόμενα μύσαντα Pl.Phdr.251d; χεῖλος ἔμυσε AP7.630 (Antiphil.); μεμυκὼς χείλεα σιγῇ ib.15.40 (Cometas); τρηχὺς… μέμυκε πόρος ib.10.5 (Thyill.); of bivalve fish, opp. κεχηνέναι, Ath.3.93f; of flowers, κρόκος εἴαρι μύων Nic. l.c.; but also, wither, ἀστάχυσιν μεμυκόσιν ἐξ αὐχμοῦ καὶ ἀνομβρίας Ph.2.383: metaph., τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες J.BJ6.5.1.
2 of persons or animals, shut the eyes, μύω τε καὶ δέδορκα S.Fr.774; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Arist.de An.428a16; οὐ μύοντα λαγωόν Call.Dian.95; μύσας as a preliminary to going through what is painful, παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως Pl.Grg. 480c, cf. S. Ant.421, Ar.V.988, Antiph.3: metaph., μύσας τῷ λογισμῷ Plu.Pomp. 60.
3 metaph., to be lulled to rest, abate, of pain, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ S.Tr.1009 (lyr.); of storms, AP7.293 (Isid.Aeg.).
II trans., close, shut, κανθούς ib.221; ὕπνος ἔμυσε κόρας ib.9.558 (Eryc.); τοὺς ὀφθαλμούς ποσως μ. Alex.Aphr.Pr.1.105; περὶ ὃ πᾶν ὄμμα μύομεν Dam.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 224] (μῦ), sich schließen, zuschließen, bes. von den Lippen u. den Augen; οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν, Il. 24, 637, d. i. ich habe noch nicht die Augen im Schlafe geschlossen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, als tmesis von συμμύω zu betrachten, ib. 420; μύσαντες δ' εἴχομεν θείαν νόσον, Soph. Ant. 417; übtr., ἀνατέτροφας ὅτι καὶ μύσῃ, Tr. 1005, was der Schol. durch ἡσυχάσῃ erklärt, von der Wunde, die sich schon zusammengeschlossen, hergenommen, der Schmerz, der sich schon gelegt hatte. – Auch in Prosa, δόξει σοι μύειν ἢ παντάπασιν οὐκ ἔχειν ὄμματα, Plat. Soph. 239 e; παρέχειν μύσαντα καὶ ἀνδρείώς, mit zugemachten Augen, Gorg. 480 c; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα, Arist. de anim. 3, 3; μύσας ἔκπινε, Antiphan. agroec. frg. 4; χείλεα μεμυκὼς σιγῇ, Cometas (XV, 40); in späterer Prosa, εἰ μύοντί σοι προσελθὼν εἴποι τι, Luc. rhet. praec. 11, εἰ μύοντες οἱ πένητες ἴοιεν, Epist. Saturn. 35; bei sp. Med., μύειν τοὺς ὀφθαλμούς, u. allgemeiner, μύειν τὰς αἰσθήσεις. – [Υ im praes. scheint überall lang; im aor. ist es kurz, Il. 24, 637, Soph. Ant. 417, Eur. Med. 1123, Ep. ad. 660 (VII, 221, κανθοὺς τοὺς γλυκεροὺς ἔμυσας), Pallad. 13. 16 (X, 55. 47, χρή με μύσαντα φέρειν u. ἔσθιε, πῖνε, μύσας ἐπὶ πένθεσιν, verbeiße das Leid); aber auch lang bei Sp., Antiphil. 43 (VII, 630, οὔπω χεῖλος ἔμυσε); Eryc. 7 (IX, 558, ὕπνος ἔμυσε κόρας); im perf. ist υ lang, vgl. Leon. Tar. 63 (App. 48).]

French (Bailly abrégé)

pf. part. μεμυκώς;
1 se fermer, être ferme, clos;
2 fig. se tenir la bouche close ou les yeux fermés, càd être silencieux.
Étymologie: R. Μυ, mouvoir ; v. ἀμείβω ; cf. lat. moveo.

Russian (Dvoretsky)

μύω: (ῡ и ῠ)
1 закрываться, смыкаться (οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε Hom.);
2 закрывать, смежать (μεμυκὼς χείλεα σιγῇ, ὕπνος ἔμυσε κόρας Anth.);
3 закрывать глаза: μύσαντες δ᾽ εἴχομεν νόσον Soph. мы, закрыв глаза, перенесли (это) бедствие;
4 униматься, утихать, переставать: ἀῆται μεμυκότες Anth. безветрие, штиль.

Greek (Liddell-Scott)

μύω: μέλλ. -ύσω Λυκόφρ. 988: ἀόρ. ἔμῠσα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. μύσαν: πρκμ. μέμῡκα· [τὸ υ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ ἐνεστ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 95, Νικ. Ἀποσπ. 2. 56: ― ἀλλὰ ῠ βεβαίως ἐν τῷ ἀορ., Ἰλ. Ω. 637, Σοφ. Ἀντ. 421, Εὐρ. Μήδ. 1183, πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον Ἀνθ. Π. 7. 630., 9. 558· ἐν τῷ πρκμ. ἀείποτε ῡ, οἷον Ἰλ. Ω. 420, Ἀνθ. Π. παράρτ. 48]· Ι. ἀμεταβ., εἶμαι κλειστός, «κλείω», κλείομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισι Ἰλ. Ω. 637· ἐκ μύσαντος ὄμματος, ἐκ κλεισθέντος ὀφθαλμοῦ, Εὐρ. Μήδ. 1183· οὕτως ἐπὶ τοῦ στόματος ἢ οἱουδήποτε ἀνοίγματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D, Ἀνθ. Π. 7. 620· χείλεα μεμυκὼς αὐτόθι 15. 10· τρηχύς... μέμυκε πόρος αὐτόθι 10. 5· ἐπὶ διθύρου ὀστράκου, ἀντίθετ. τῷ κεχηνέναι, Ἀθήν. 93F· ― πρβλ. συμμύω. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, κλείω τοὺς ὀφθαλμούς μου, μύω τε καὶ δέδορκα Σοφ. Ἀποσπ. 754· φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 12· ἰδίως ἐν φόβῳ καὶ κινδύνῳ, μύσας, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς κλειστούς, Σοφ. Ἀντ. 421, Ἀριστοφ. Σφ. 988, Πλάτ. Θεαίτ. 163Ε, κ. ἀλλ.· ὅλην μύσας ἔκπινε Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 4· μύσας τῷ λογισμῷ Πλουτ. Πομπ. 60. 3) μεταφορ., ἡσυχάζω, πραΰνομαι, ἐπὶ πόνου, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, πάλιν κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐπὶ καταιγίδων, Ἀνθ. Π. 7. 293. ΙΙ. μεταβ., κλείω, αὐτόθι 7. 221· ὕπνος ἔμυσε κόρας αὐτόθι 9. 558. (Ἐκ τῆς √ΜΥ, ἴδε μύ, μῦ), παριστανούσης ἦχον γινόμενον διὰ κεκλεισμένων τῶν χειλέων· ἐντεῦθεν: μύσις, μυΐνδα, μύωψ· ― μυάω, μοιμυάω, μοιμύλλω, μύζω (Α) ψιθυρίζω, μυγμός, μυχθίζω, μυκάομαι· ― μυκτήρ· ― μυέω, μύστης, μυστήριον· ― ὡσαύτως μύζω (Β) μυζῶ, βυζαίνω, ῥοφῶ, μυζάω· ― ἴσως καὶ τὰ μῶμος, ἀμύμων· ― πρβλ. Σανσκρ. mû-kas (mutus, πρβλ. μυκός· ἄφωνος Ἡσύχ.)· Λατ. mu-tus, mu-sso, mu-tio (ψιθυρίζω), ἀγγλ. to mutter).

English (Autenrieth)

aor. 3 pl. μύσαν, perf. μέμῦκεν: close, said of the eyes, wounds, Il. 24.637, 420. (Il.)

Greek Monolingual

μύω (Α)
1. (μτβ.) κλείνωὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.)
(για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.)
3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι
4. (για φυτά) ξηραίνομαι, μαραίνομαι («ἀστάχυσι μεμυμόσι ἐξ αὐχμοῦ», Φιλ.)
5. μτφ. α) εξασθενώ, φθίνω («τῷ λιμῷ μεμυκότες», Ιώσ.)
β) προσπαθώ να περιορίσω τη σκέψη μου, να μη σκέπτομαι τίποτε («μύσαντες τῷ λογισμῷ», Πλούτ.)
γ) (για πόνο, θύελλα κ.λπ.) ησυχάζω, καταπραΰνομαι
6. κλείνω τα μάτια μου από πόνο ή φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία του απρμφ. αορ. μῦσαι, με μακρό --, και μύσαι, με βραχύ --, γεννά προβλήματα ως προς την ετυμολόγηση του μύω. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο τ. μύω ανάγεται σε muye / o-, οπότε το -- είναι μακρό. Στην περίπτωση αυτή ο τ. μύ-σ-της ερμηνεύεται ως παρεκτεταμένος με -σ- σχηματισμός από το θ. -μυ- του μύω (πρβλ. θύωθύ-σ-της) και το ρ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα mū- «μίμησης του ήχου που παράγεται με τα χείλη σφιγμένα» (πρβλ. μυκός, μύζω [ΙΙ], μύλλον). Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και η σημασιολογική εξέλιξη της λ., του, ενώ στην αρχή χρησιμοποιήθηκε με σημ. «κλείνω τα μάτια», γρήγορα η σημ. του «κλείνω» επεκτάθηκε και στα χείλια (για τη σημ. βλ. και λ. μύστης). Αν θεωρηθεί ότι το -- του ρ. είναι βραχύ, τότε ο τ. πρέπει να ανάγεται σε ρίζα mus-ye/o-, σ' αυτήν όμως την περίπτωση δεν ερμηνεύεται ο τ. του παρακμ. μέμῡκα, παρά μόνο ως αναλογικός σχηματισμός. Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται ο τ. mujomeno «μυημένος, μύστης», που θα προϋπέθετε ένα ρ. μυίομαι με τη σημ. του μυοῦμαι].

Greek Monotonic

μύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἔμυσα, Επικ. γʹ πληθ. μύσαν, παρακ. μέμῡκα·
I. 1. αμτβ., κλείνω, είμαι κλειστός, λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, χείλεα μεμυκώς, έχοντας τα χείλη του κλειστά, σε Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μύσας, με τα μάτια του κλειστά, σε Σοφ., Αριστοφ.
3. μεταφ., κάνω μια ανάπαυλα για ξεκούραση, κοπάζω, κάνω διάλειμμα, στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ.
II. μτβ., κλείνω, διακόπτω, στο ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: close, be shut, especially of the eyes, shut the eyes, abate, also (esp. with κατα-) trans. shut (ὀφθαλμούς etc.) (S. Fr. 774, Call., Nic.).
Other forms: aor. μύσαι (Ω 637; cf. below), late. μῦσαι (AP ), fut. μύσ-ω (Lyc. 988), perf. μέμυκα (Ω 420).
Compounds: Also with prefix, esp. ἐπι-, κατα-, συν-. As 1. element in μύ-ωψ, them. elarged -ωπός "with closing eyes", i.e. near-sighted (cf. Sommer Nominalkomp. 9 n. 2).
Derivatives: 1. Adv. in -τί with α priv.: ἀ-μυσ-τί without closing (the lips), at one draught (Hp., Pherecr.), from where ἄμυστις f. drinking at one draught (Anacr., Epich., E.) with ἀμυστίζω empty the cup at one draught (E., Plu.); cf. Schwyzer 623 w. n. 10. -- 2. (σύμ-, κατά-)μύσις f. the closing, go together (Hp., Thphr., Plu.). -- 3. μύστης m. prob. prop. "who shuts his eyes", the initiated (in the Eleusinian mysteries) (Heraclit., Ar., E.) in opposition to the ἐπόπτης "the observer", wo reached the highest degree; f. μύστις name of comedies of Antiph. and Philem., LXX; with μυστικός belonging to the mystai (mysteries), secret (IA.; Chantraine Études 116, 123, 125), μυστήριον, usually pl. -ια secret service (IA.) with μυστηρ-ιώδης, -ικός etc.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 222 f. -- Beside μύω stands μυέω, mostly pass. μυέομαι, aor. μυηθῆναι, μυῆσαι, fut. μυηθήσομαι, perf. μεμύημαι, rarely with ἐν-, συν-, προ-, prob. prop. "have one's eyes closed" (cf. μύστης), be initiated, with secondarily the act. initiate (IA.). From where μύησις f. initiation (hell., inscr., Ph.). -- On itself stands μυάω shut the lips (the eyes?) (only Ar. Lys. 126 τί μοι μυα̃τε; by H. explained with σκαρδαμύττετε), also μοιμυάω (H., Phot.); constucted from the Ar.-place?; but cf. μοιμύλλω s. μύλλω.
Origin: XX [etym. unknown] IE LIV 401, *meus- shut oneself
Etymology: The perfect μέμυκα agrees with the also intransitive ἕστηκα, βέβηκα etc.; the shortvowel aor. μύσαι (for which secondarily μῦσαι to μύω) may like φθάσαι a.o. have been transformed from a root aor. (μύσαν Ω 637 for *μύ-ν?); from there the fut. μύσ-ω. Then the σ in μύσ-της would be unoriginal. If old, μέμυκα would have to be analogical. The present μύω can be explained both from μυ- and from μυσ- (*μύσ-ι̯ω Schulze Q. 334 n. 3 as a question); cf. Schwyzer 686 and 721. -- Comparisons outside Greek are hardly of help: the isolated Latv. musinât whisper, murmur (WP. 2, 310, Pok. 752) does no say much. (Does μύω go back on sound-imitating μῦ?; s. also μύζω, μῦθος, μυκάομαι. -- The innovation μυέομαι with μυέω may have arisen from nonpres., with η enlarged forms like μυηθῆναι, μεμύημαι; cf. Schwyzer 721. On μυάω cf. σιγάω, βοάω a.o. -- On the fate of μυστικός, μυστήριον in the Westeurop. languages (Fr. mystique, mystère etc.) and in Newgr. s. Chantraine Studii clasice 2, 69 f. - Fur. 378 compares ἀμύω and considers it as perhaps Pre-Greek. Janda connects Pal. muš- satiate oneself, IE *meus- shut oneself (LIV 401), Sprache 40, 1998 [2001], 21.

Middle Liddell

I. intr. to close, be shut, of the eyes, Il., Eur.; so, χείλεα μεμυκώς having the lips closed, Anth.
2. of persons, μύσας with one's eyes shut, Soph., Ar.
3. metaph. to be lulled to rest, to abate, of pain, Soph.; of storms, Anth.
II. trans. to close, shut, Anth.

Frisk Etymology German

μύω: (S. Fr. 774, Kall., Nik. u.a.),
{múō}
Forms: Aor. μύσαι (seit Ω 637; vgl. unten), sp. μῦσαι (AP u.a.), Fut. μύσω (Lyk. 988), Perf. μέμυκα (seit Ω 420),
Grammar: v.
Meaning: sich schließen, zusammengehen, bes. von den Augen, die Augen schließen, einschlummern, auch (insbes. mit κατα-) trans. schließen (ὀφθαλμούς usw.).
Composita: auch mit Präfix, bes. ἐπι-, κατα-, συν-, Als Vorderglied in μύωψ. them. erweitert -ωπός "mit sich schließenden Augen", d.h. kurzsichtig (vgl. Sommer Nominalkomp. 9 A. 2).
Derivative: Ableitungen: 1. Adv. auf -τί mit α priv.: ἀμυστί ‘ohne (die Lippen) zu schließen, in einem Zug’ (Hp., Pherekr.), woraus ἄμυστις f. das Trinken in einem Zug (Anakr., Epich., E. usw.) mit ἀμυστίζω den Becher in einem Zug leeren (E., Plu.); vgl. Schwyzer 623 m. A. 10. — 2. (σύμ-, κατά-)μύσις f. das Schließen, Zusammengehen (Hp., Thphr., Plu. usw.). — 3. μύστης m. wohl eig. "der die Augen schließt", ‘der (in die eleusinischen Mysterien) Eingeweihte’ (Heraklit., Ar., E. usw.) im Gegensatz zum. ἐπόπτης "dem Zuschauer", der zum höchsten Grad gelangt ist; f. μύστις Ben. von Komödien des Antiph. und des Philem., LXX usw.; davon μυστικός ‘zu den Mysten (Mysterien) gehörig, geheim' (ion. att.; Chantraine Études 116, 123, 125), μυστήριον, gew. pl. -ια Geheimdienst (ion. att.) mit μυστηριώδης, -ικός u.a.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 222 f. — Neben μύω steht μυέω, meist Pass. μυέομαι, Aor. μυηθῆναι, μυῆσαι, Fut. μυηθήσομαι, Perf. μεμύημαι, ganz vereinzelt mit ἐν-, συν-, προ-, wohl eig. "sich die Augen schließen lassen" (vgl. μύστης), eingeweiht werden, wozu sekundär das Akt. einweihen (ion. att.). Davon μύησις f. die Einweihung (hell. u. sp. Inschr., Ph. usw.). — Für sich steht μυάω ‘die Lippen (die Augen?) zusammenschließen’ (nur Ar. Lys. 126 τί μοι μυα̃τε; von H. mit σκαρδαμύττετε erklärt), auch μοιμυάω (H., Phot.); aus der Ar.-Stelle erschlossen?; aber vgl. μοιμύλλω s. μύλλω.
Etymology: Das Perfekt μέμυκα stimmt zu den gleichfalls intransitiven ἕστηκα, βέβηκα usw.; der kurzvokalische Aor. μύσαι (wofür sekundär μῦσαι zu μύω) kann wie φθάσαι u.a. aus einem Wurzelaor. umgebildet sein (μύσαν Ω 637 für *μύ-ν?); davon das Fut. μύσω. Dann wäre σ in μύστης unursprünglich. Wenn alt, müßte umgekehrt μέμυκα analogisch sein. Das Präsens μύω läßt sich sowohl auf μυ- wie auf μυσ- (*μύσι̯ω fragend Schulze Q. 334 A. 3) zurückführen; vgl. Schwyzer 686 und 721. — Außergriech. Vergleiche helfen kaum weiter: das isolierte lett. musinât flüstern, murmeln (WP. 2, 310, Pok. 752) besagt wenig. Jedenfalls geht μύω auf das ursprünglich schallnachahmende μῦ zurück; s. noch μύζω, μῦθος, μυκάομαι. — Die Neubildung μυέομαι mit μυέω entsprang wahrscheinlich außerpräs., mit η erweiterten Formen wie μυηθῆναι, μεμύημαι; vgl. Schwyzer 721. Zu μυάω vgl. σιγάω, βοάω u.a. — Über das Schicksal von μυστικός, μυστήριον in den westeurop. Sprachen (frz. mystique, mystère usw.) und im Neugr. s. Chantraine Studii clasice 2, 69 f.
Page 2,279-281

Mantoulidis Etymological

(=κλείνω). Ἀπό ρίζα μυ-, πού εἶναι ὁ ἦχος πού γίνεται μέ κλεισμένα χείλη.
Παράγωγα: μυχός (=βάθος), μύχιος, μυχόθεν, μύσις (=τό κλείσιμο τῶν ματιῶν, τῶν χειλιῶν), μύωψ (=αὐτός πού κλείνει τά βλέφαρα γιά νά δεῖ), μυέω, μύστης, μύζω (=μουρμουρίζω), μυκάομαι.