νέον

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

English (Woodhouse)

recently, just now, the other day

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek Monolingual

το
χημ.
1. στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων και το οποίο περιέχεται στον ατμοσφαιρικό αέρα και αποχωρίζεται από αυτόν με διαδικασία υγροποίησης
2. φρ. «σωλήνας νέον»
(ηλεκτρολ.) γυάλινος σωλήνας ο οποίος περιέχει δύο ηλεκτρόδια και είναι γεμάτος από το χημικό αυτό στοιχείο υπό ελαττωμένη πίεση και καθίσταται φωτεινός με την εφαρμογή ορισμένης τάσης στα ηλεκτρόδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neon < ουδ. του επιθ. νέος.

Russian (Dvoretsky)

νέον:
I τό Soph., Eur., Plat. = νεότης.
II или τὸ νέον adv. недавно, только что (τίς ὅδε ξεῖνος ν. εἰλήλουθε; Hom.): ὅστις ἂν νέον κρατῇ Aesch. тот, кто правит с недавнего времени; καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον Her. как в давние времена, так и недавно.

English (Autenrieth)

see νέος.