νεμεσητέος
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὁ προκαλῶν ἀγανάκτησιν, πρὸς ὃν πρέπει νὰ ἀγανακτήσῃ τις, Θεόδ. Ὑρτακ. Ἐπιστ. 51, καὶ νεμεσητέον, δεῖ νεμεσᾶν, Γεννάδ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 5, σ. 146, 5.