νεόδορος

English (LSJ)

νεόδορον, = νεόδαρτος I, Thphr. HP 9.5.3, J.BJ3.7.10.

German (Pape)

[Seite 241] = νεόδαρτος, Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδορος: -ον, = νεόδαρτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 5, 3.

Greek Monolingual

νεόδορος, -ον (Α)
αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δορος (< δορά / δορός < δέρω «γδέρνω»), πρβλ. άδορος].