νεόπολις
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
-εως, ἡ, new city, of Abdera, Pi.Pae.2.28.
English (Slater)
νεόπολις of a young city νεόπολίς εἰμι a chorus of Abderitans speaks (Pae. 2.28)
Greek Monolingual
νεόπολις και ποιητ. τ. νεόπτολις, ἡ (Α)
(για τα Άβδηρα) πόλη που κτίστηκε πρόσφατα, πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πόλις.