νηλιτής

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irréprochable.
Étymologie: νη-, ἀλιταίνω.

Greek (Liddell-Scott)

νηλῑτής: -ές, (νη-, ἀλείτης, ἀλιταίνω) ἀναμάρτητος, ἀθῷος, ἀναίτιος, γυναῖκες... αἵ τέ σ’ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλιτέες εἰσὶν Ὀδ. Π. 317, Τ. 498, Χ. 418. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε: νηλητέες, ὅπερ ἡρμήνευεν: ἁμαρτωλοί, πολυαμάρτητοι, ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ νη- καὶ τοῦ ἀλήτης). - Ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ἡ γραφὴ νηλείτιδες (ἐκ τοῦ νη-ἀλείτης) ἢ νηλίτιδες, ἴδε Σχόλια καὶ κριτικ. ἐκδ.

Greek Monolingual

νηλιτής, -ές (Α)
αναμάρτητος, αθώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀλίτης, παρλλ. τ. του ἀλείτης «αμαρτωλός»].

Greek Monotonic

νηλῑτής: -ές (νη-, ἀλῐτεῖν), αθώος, άκακος, αναμάρτητος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νη-λῑτής, ές [νη-, ἀλῐτεῖν]
guiltless, harmless, Od.

German (Pape)

[ῑ], ές, s. νηλειτής.

Translations

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed