νοαρέως
From LSJ
English (LSJ)
v. νοήρης.
Greek (Liddell-Scott)
νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].
Greek Monolingual
νοαρέως (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως»
2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον
με μεγαλύτερη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. του νοηρός + επιρρμ. κατάλ. -έως].