νομάρχης
Full diacritics: νομάρχης | Medium diacritics: νομάρχης | Low diacritics: νομάρχης | Capitals: ΝΟΜΑΡΧΗΣ |
Transliteration A: nomárchēs | Transliteration B: nomarchēs | Transliteration C: nomarchis | Beta Code: noma/rxhs |
Contents
English (LSJ)
ου, ὁ, A governor of a region or province, Hdt. 4.66, Arr.An.5.8.3, Ind.12.7. II esp. in Egypt, governor of a νομός 11.2, Hdt.2.177, Arist.Oec.1352a10, D.S.1.73, Arr.An.3.5.4; later, of a district financial officer, PRev.Laws37.3, al. (iii B.C.), Sammelb.6314, al.(iii B.C.), PSI4.361.21 (iii B.C.), PTeb.108Intr. (i B.C.), PSI8.901.11 (i A.D.), BGU1605 (ii A.D.), etc.; ν. τοῦ Ἀρσινοΐτου PPetr.3p.205 (iii B.C.); of an official of the town of Antinoöpolis, POxy.1463.1 (iii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων Αἰγυπτιακοῦ νομοῦ, Ἡρόδ. 2. 177· λέγεται καὶ περὶ τῶν Σκυθῶν, 4. 66. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νομάρχης· ὁ νομῶν ἄρχων, νομοὺς δὲ λέγουσι τὰ μεγάλα χωρία».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 nomarque, gouverneur d’un nome en Égypte;
2 chef d’une tribu scythe.
Étymologie: νομός, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νομάρχης)
νεοελλ.
ανώτερο περιφερειακό όργανο με αρμοδιότητες γενικού περιεχομένου που τίς ασκεί στη διοικητική περιφέρεια του νομού
μσν.-αρχ.
κυβερνήτης ευρείας διοικητικής περιφέρειας («ἅπαξ δὲ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑκάστου ὁ νομάρχης ἕκαστος ἐν τῷ ἑαυτοῦ νομῷ κιρνᾷ κρητῆρα οἴνου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ο διοικητής αιγυπτιακού νομού
2. οικονομικός προϊστάμενος περιοχής
3. διοικητικός υπάλληλος της Αντινοοπόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + -άρχης].
Greek Monotonic
νομάρχης: -ου, ὁ (νόμος), διοικητής αιγυπτιακής επαρχίας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
νομάρχης: ου ὁ номарх, начальник нома (округа) (у египтян и скифов) Her.
Middle Liddell
νομ-άρχης, ου, ὁ,
the chief of an Egyptian province (νομόσ), Hdt.