ντουβάρι

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

και ντοβάρι, το
1. κτιστό περίφραγμα χώρου, τοίχος
2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες μάθησης, που έχει δυσκολίες στη μάθηση, βλάκας
3. φρ. «τά βρήκε ντουβάρι» — βρήκε μεγάλες δυσκολίες στο να πετύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duvar].