δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
νῦν δή (Α)
(ισχυρότερος τ. του νῡν)
1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῦν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.)
2. προ ολίγου
3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως
4. φρ. «νῦν δὴ μὲν... νῦν δέ» — άλλοτε μεν... άλλοτε δε.