νυν δη

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

νῦν δή (Α)
(ισχυρότερος τ. του νῡν)
1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῦν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.)
2. προ ολίγου
3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως
4. φρ. «νῦν δὴ μὲν... νῦν δέ» — άλλοτε μεν... άλλοτε δε.