ξέρω

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και ξεύρω και ηξεύρωξέρω και ἠξεύρω)
γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος
2. φρ. α) «δεν θέλω πια να σέ ξέρω» — διακόπτω κάθε σχέση μαζί σου
β) «δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα» — είναι τελείως αδαής
γ) «το ξέρει νεράκι» — το γνωρίζει πολύ καλά
δ) «αυτό το ξέρει και η γάτα» — πράγμα που είναι γνωστό σε όλους
2. παροιμ. α) «ξέρει ο Βλάχος τί είναι το σφουγγάτο;» — λέγεται για άνθρωπο που δεν μπορεί να εκτιμήσει το καλό
β) «κάλλιο να ξέρεις παρά νά 'χεις» — λέγεται για να δηλωθεί ότι είναι πιο πολύτιμη η μάθηση από τον πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. (η)ξεύρω έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τον αόρ. β' ἐξ-εῦρον του ἐξ-ευρίσκω «επινοώ, ανακαλύπτω, εφευρίσκω», που έλαβε στο ρ. ξέρω τη σημ. του «κατέχω, γνωρίζω». Η γραμματική και σημασιολογική παρέκκλιση στον σχηματισμό του ξεύρω (ενεστ.) από τον αόρ. ἐξεῦρον οφείλεται πιθ. στη χρήση της υποτ. του ἐξεῦρον (ἐάν ἐξεύρῃς), που μπορούσε να εκληφθεί ως ενεστ. Αφού το ρ. ξεύρω αποσπάστηκε και γραμματικά και σημασιολογικά από το ἐξευρίσκω / ἐξεῦρον, θεωρήθηκε στους νεώτερους χρόνους λόγια η εκφορά του με -εν και επικράτησε ο τ. ξέρω, με αποβολή του -ν-, κατά τα ρ. σε -έρω (πρβλ. φέρω, γέρω κ.λπ.). Κατ' άλλη άποψη, σημασιολογικά πολύ ασθενή, το ρ. ξέρω έχει προέλθει από το αρχ. ἐξαίρω.