ξακουσμένος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-ακουσμένος (< εξ-ακούω), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)].