ξανακύλισμα

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

το (Μ ξανακύλισμα)
ξανακύλημα
μσν.
στριφογύρισμα στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε -ισμα].