ξανακύλισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ ξανακύλισμα)
ξανακύλημα
μσν.
στριφογύρισμα στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε -ισμα].
το (Μ ξανακύλισμα)
ξανακύλημα
μσν.
στριφογύρισμα στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε -ισμα].