ξεβγαίνω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω)
1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο
νεοελλ.
1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις του κατεστημένου, χειραφετούμαι
2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι
μσν.
1. φεύγω από κάπου με πλοίο, αποπλέω
2. απομακρύνομαι
3. έρχομαι, εμφανίζομαι, παρίσταμαι
4. (για φήμη) διαδίδομαι
5. (για λάβα) εκτοξεύομαι
6. κυκλοφορώ.