ξεσκέπασμα
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν -> I searched out myself
Heraclitus, fr. 101BGreek Monolingual
το ξεσκεπάζω
1. η αφαίρεση του σκεπάσματος, του καλύμματος από ένα αντικείμενο
2. μτφ. αποκάλυψη, γνωστοποίηση.
το ξεσκεπάζω
1. η αφαίρεση του σκεπάσματος, του καλύμματος από ένα αντικείμενο
2. μτφ. αποκάλυψη, γνωστοποίηση.