οικτρόβιος

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source

Greek Monolingual

οἰκτρόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που διάγει άθλιο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιτόβιος, μακρόβιος].