ολιγόδενδρος
Greek Monolingual
και λιγόδενδρος, -η, -ο (Α ὀλιγόδενδρος, -ον)
(για τόπο) αυτός που έχει λίγα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δένδρον, πρβλ. πολύ-δενδρος].
και λιγόδενδρος, -η, -ο (Α ὀλιγόδενδρος, -ον)
(για τόπο) αυτός που έχει λίγα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δένδρον, πρβλ. πολύ-δενδρος].