Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ὀμοτός, -ή, -όν (Α)ορκωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο- του ὄμνυμι + επίθημα -τός, -τή, -τον (πρβλ. μνηστός)].