ομόργνυμι
Greek Monolingual
ὀμόργνυμι (Α)
(συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ' ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ-μόργ-νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ-, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mrĝ- της ΙΕ ρίζας merĝ- «σκουπίζω, καθαρίζω, στεγνώνω» (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -ορ-, πρβλ. μορτός) και συνδέεται με αρχ ινδ. mr-na-k-ti «σκουπίζω, τρίβω». Πολλοί, συνδέοντας τον αόρ. ὤμορξα με το αρχ. ινδ. amārksit, θεωρούν ότι το βασικό φωνήεν της ρίζας είναι -ō- και συνεσταλμένη του βαθμίδα το -ορ-. Αλλά δεν συντρέχει κανένας λόγος να δεχθεί κανείς μακρόφωνη ρίζα, αφού ο αόρ. ώμορξα μπορεί να συνδεθεί με τον αρχαιότερο αόρ. της αρχ. ινδ. amrksat, -a, που ανάγεται και αυτός στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας merĝ- (πρβλ. και τις γλώσσες του Ησύχ. ὄμαρξον, ὄμάρξασθαι). Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας, τέλος, με προθεματικό φωνήεν ἀ- θα μπορούσε να αναχθεί το ρ. ἀμέργω].