οπτιμισμός

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

ο
1. (φιλοσ.) α) θεωρία κατά την οποία ο υπάρχων κόσμος, ως έκφραση της σοφίας και της καλοσύνης του θεού, είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος
β) θεωρία κατά την οποία στον κόσμο τα πάντα κατ' ουσίαν είναι καλά και το κακό υπάρχει μόνον στο πεπερασμένο τών πραγμάτων
2. (ψυχολ.) στάση που εκφράζεται με την πίστη στην καλή έκβαση τών πραγμάτων ή χαρακτηρίζεται από την προδιάθεση να βλέπει κανείς πάντοτε την καλή πλευρά τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. optimisme < λατ. optimum, ουδ. του optimus «άριστος» + -isme (βλ. λ. -ισμός)].