γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ηειδικό διακοσμητικό κεραμίδι με ανάγλυφες παραστάσεις που τοποθετείται στα όρια της επικεράμωσης της στέγης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κέραμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].