ορυχείο

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

το
1. τόπος από τον οποίο γίνεται συστηματική εξαγωγή ορυκτών ή τόπος στον οποίο υπάρχουν ορυκτά που μπορεί να αξιοποιηθούν
2. η οικονομική μονάδα η οποία ασχολείται με την εξαγωγή ορυκτών από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρυχή + κατάλ. -είο (πρβλ. γραφείο). Η λ., στον λόγιο τ. ὀρυχεῖον, μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].