οχυρώνω
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀχυρῶ, -όω) οχυρός
1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῦν», Πολ.)
2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι
εξασφαλίζομαι από επίθεση, καταλαμβάνω ή δημιουργώ ισχυρή αμυντική θέση
νεοελλ.
μέσ. μτφ. χρησιμοποιώ κάτι ως επιχείρημα ή ως πρόσχημα
αρχ.
1. πολιορκούμαι
2. μτφ. βεβαιώνω («ὀχυροῦν τὸ λεγόμενον», Φιλόδ.).