οὐλομελίη
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ὁλομέλεια, wholeness of limbs: hence, the general nature of a thing, περὶ ἀδένων οὐλομελίης Hp.Art.11, Gland. 1 and 7, also cited by Gal.UP1.8: dat. οὐλομελίῃ, as adverb, = καθόλου, upon the whole, Hsch.; so κατὰ οὐλομελίην, opp. κατὰ μέρος, Hp.Alim. 23.—In Arist.Metaph.1093b4, codd. have τῇ οὐλομελείᾳ τοῦ οὐρανοῦ (leg. ὁλομελείᾳ, as in Theol.Ar.36), to the whole celestial system.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλομελίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὁλομέλεια, ἡ ὁλότης τῶν μελῶν· ὅθεν, ἡ καθόλου φύσις πράγματός τινος, περὶ οὐλομελίης ἀδένων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, πρβλ. 270. 30., 271. 39˙ - οὐλομελίῃ, ὡς ἐπίρρ., = καθόλου, ἐν γένει, γενικῶς, Ἡσύχ.˙ οὕτω, κατὰ τὴν οὐλομελίην, ἀντίθ. τῷ κατὰ μέρος, Ἱππ. 381. 41. - Ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 8, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τῇ οὐλομελείᾳ οὐρανοῦ (ἀνάγνωθι ὁλομελείᾳ, ὡς ἐν Νικομ. Ἀριθμ. Σελ. 36), εἰς ὅλον οὐράνιον σύστημα.
Greek Monolingual
οὐλομελίη, ἡ (Α)
1. η ολομέλια, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ' επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ
(κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην»
3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» — γενικώς, συνολικώς.