παγανικός
English (LSJ)
ή, όν, A (pagus) civilian, opp. στρατιωτικός, PMasp.2ii 23 (vi A. D.). 2 unofficial, BGU936.10 (v A. D.). 3 lay, opp. μοναχικός, PFlor.287.1 (v A. D.).
Greek Monolingual
παγανικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάγο, δηλ. στην κώμη, πολίτης, πολιτικός
2. λαϊκός, κοσμικός, μη κληρικός
3. ιδιώτης, ανεπίσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganicus < pagus «χωριό, κώμη» (βλ. λ. πάγος [ΙΙ])].