παγκευθής

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκευθής Medium diacritics: παγκευθής Low diacritics: παγκευθής Capitals: ΠΑΓΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: pankeuthḗs Transliteration B: pankeuthēs Transliteration C: pagkefthis Beta Code: pagkeuqh/s

English (LSJ)

παγκευθές, all-concealing, νεκρῶν πλάξ S.OC1563 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 435] ές, ganz, Alles verbergend, τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, Soph. O. C. 1632.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cache tout.
Étymologie: πᾶς, κεύθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκευθής -ές [πᾶς, κεύθω] allesverbergend.

Russian (Dvoretsky)

παγκευθής: все скрывающий (νεκρῶν πλάξ Soph.).

Greek Monolingual

παγκευθής, -ές (Α)
1. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ.
2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγκευθής].

Greek Monotonic

παγκευθής: -ές (κεύθω), αυτός που κρύβει τα πάντα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παγκευθής: -ές, ὁ τὰ πάντα κρύπτων, νεκρῶν πλὰξ Σοφ. Ο. Κ. 1563.

Middle Liddell

παγ-κευθής, ές κεύθω
all-concealing, Soph.