παγκευθής
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
παγκευθές, all-concealing, νεκρῶν πλάξ S.OC1563 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 435] ές, ganz, Alles verbergend, τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα, Soph. O. C. 1632.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cache tout.
Étymologie: πᾶς, κεύθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκευθής -ές [πᾶς, κεύθω] allesverbergend.
Russian (Dvoretsky)
παγκευθής: все скрывающий (νεκρῶν πλάξ Soph.).
Greek Monolingual
παγκευθής, -ές (Α)
1. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ.
2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγκευθής].
Greek Monotonic
παγκευθής: -ές (κεύθω), αυτός που κρύβει τα πάντα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παγκευθής: -ές, ὁ τὰ πάντα κρύπτων, νεκρῶν πλὰξ Σοφ. Ο. Κ. 1563.
Middle Liddell
παγ-κευθής, ές κεύθω
all-concealing, Soph.