ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
και παλιακός, -ή, -ό παλαιός / παλιός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλαιά εποχή («παλαιική νοοτροπία»).
επίρρ...
παλαιικά
με παλαιικό τρόπο.