παλινόστηση
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) παλινοστώ
επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδα
νεοελλ.
1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός του ναυτικού
2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην πατρίδα.