παλληκαράς

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και παληκαράς και παλικαράς, ο, θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού
1. άνδρας τολμηρός, γενναίος
2. (ειρωνικά) άνθρωπος που παριστάνει τον γενναίο
3. το θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού
γενναία γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς)].