παμμαχία
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ἡ, in plural, contests of all kinds, B.12.76.
Greek (Liddell-Scott)
παμμᾰχία: ἡ, = παμμάχιον, παγκράτιον, Βακχυλ. ΧΙΙ (ΧΙΙΙ), 76 Blass, Εὐσεβ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 7, ἐν ἀρχ.
Greek Monolingual
παμμαχία, ἡ (Α) πάμμαχος
αγώνες κάθε είδους.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμμαχία -ας, ἡ [πάμμαχος] pankration (vechtsport waarbij bijna alles is toegestaan).
German (Pape)
ἡ, = παμμάχιον, Euseb.