παρέλκυση
From LSJ
Greek Monolingual
η / παρέλκυσις, -ύσεως, ή ΝΜΑ παρελκύω
1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια του αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση
2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία
3. η με αναβολές αποφυγή εκτέλεσης μιας ενέργειας, το τρενάρισμα.