παραίτησις

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίτησις Medium diacritics: παραίτησις Low diacritics: παραίτησις Capitals: ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: paraítēsis Transliteration B: paraitēsis Transliteration C: paraitisis Beta Code: parai/thsis

English (LSJ)

παραιτήσεως, ἡ,
A supplication, entreaty, παραίτησιν παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.).
II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223.
2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22.
III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, action de décliner;
3 action de solliciter pour, action d'intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίτησις -εως, ἡ παραιτέομαι verzoek:. φίλων παραίτησις = voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.

Russian (Dvoretsky)

παραίτησις: εως ἡ
1 просьба, мольба: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;
2 просьба о прощении: οὐ παραιτήσεως ἕνεκα Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;
3 отклонение, отказ Plut.;
4 заступничество, ходатайство Dem.

Greek Monotonic

παραίτησις: ἡ,
I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ.
II. αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ.
III. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψιςἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.

Middle Liddell

παραίτησις, εως, [from παραιτέομαι
I. earnest prayer, Plat.
II. a deprecating, Thuc.
III. an interceding for, begging off, Dem.

Lexicon Thucydideum

deprecatio, entreating, pleading, 1.73.3.