παραίτησις
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
παραιτήσεως, ἡ,
A supplication, entreaty, παραίτησιν παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.).
II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223.
2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22.
III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, action de décliner;
3 action de solliciter pour, action d'intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραίτησις -εως, ἡ παραιτέομαι verzoek:. φίλων παραίτησις = voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.
Russian (Dvoretsky)
παραίτησις: εως ἡ
1 просьба, мольба: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;
2 просьба о прощении: οὐ παραιτήσεως ἕνεκα Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;
3 отклонение, отказ Plut.;
4 заступничество, ходатайство Dem.
Greek Monotonic
παραίτησις: ἡ,
I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ.
II. αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ.
III. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψις ἢ ἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
Middle Liddell
παραίτησις, εως, [from παραιτέομαι
I. earnest prayer, Plat.
II. a deprecating, Thuc.
III. an interceding for, begging off, Dem.